-
1 исправить
исправить, исправлять 1) διορθώνω επανορθώνω 2) (чи нить) επισκευάζω, επιδιορ θώνω* * *= исправлять1) διορθώνω; επανορθώνω2) ( чинить) επισκευάζω, επιδιορθώνω -
2 поправить
поправить διορθώνω, επανορθώνω (исправить) τροποποιώ (изменить) \поправиться 1) (выздороветь) γίνομαι καλά, αναρρώνω 2) (пополнеть) χοντραίνω, παχαίνω* * * -
3 загладить
-ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заглаженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.1. ισιώνω, ισιάζω, ομαλύνω• λειαίνω•загладить волосы ισιάζω τα μαλλιά•
загладить складки ισιώνω τις πιέτες•
загладить моршины ομαλύνω τις ρυτίδες.
2. μτφ. διορθώνω, επανορθώνω, αποκαθιστώ•загладить ощибку διορθώνω το λάθος•
загладить несправедливость επανορθώνω την αδικία.
1. ισιώνω, ισιάζω, ομαλύνομαι• λειαίνομαι.2. διορθώνομαι, επανορθώνομαι• μετριάζομαι, καλμάρω. -
4 исправлять
исправ||лятьнесов1. (чинить) (έπι)διορθώνω, ἐπισκευάζω·2. (делать лучше) διορθώνω, ἐπανορθώνω. -
5 наладить
-лажу, -ладишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. налаженный, βρ: -жен, -а, -оρ.δ.μ.1. διορθώνω, επανορθώνω, επισκευάζω. || ρυθμίζω, ρεγουλάρω, κανονίζω, τακτοποιώ στρώνω, κάνω να λειτουργεί κανονικά•наладить работу ρεγουλάρω τη δουλειά•
наладить дел τακ)τιοποιώ τις υποθέσεις.
2. διευθετώ, διακανονίζω, εξομαλύνω.3. (μουσ.) κουρδίζω, εναρμονίζω.4. διαθέτω εαυτόν ψυχικά.5. παλ. κατευθύνω, στρέφω.6. επαναλαβαίνω (κοπανώ) τα ίδια και τα ίδια.1. ταχτοποιούμαι, κανονίζομαι, ρυθμίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. είμαι διατεθημένος, σκοπεύω, έχω κατά νουν.3. συνηθίζω, αποκτώ συνήθεια,μαθαίνω•-лась лиса в курятник ходить συνήθισε η αλεπού να πηγαίνει στο κοτέτσι.
-
6 уладить
улажу, уладишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. улаженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.1. τακτοποιώ, διευθετώ• διακανονίζω, ρυθμίζω• εξομαλύνω•уладить дело τακτοποιώ την υπόθεση•
вопрос διευθετώ το ζήτημα.
|| συμφιλιώνω, συνδιαλλάσσω•уладить упрямцев συμφιλιώνω τους πεισματάρηδες.
2. ευθετίζω, συγυρίζω. || διορθώνω, επανορθώνω• ξαναφτιάχνω.τακτοποιούμαι, διευθετούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. всё -лось όλα τακτοποιήθηκαν.
См. также в других словарях:
διορθώνω — (AM διορθῶ, όω Μ και διορθώνω) [ορθώ] 1. στήνω κάτι όρθιο, επαναφέρω στη σωστή θέση 2. τακτοποιώ, διευθετώ, επανορθώνω 3. (για γραπτό κείμενο ιδίως) εξαλείφω σφάλματα και ελλείψεις 4. (για πρόσ.) επαναφέρω στον ίσιο δρόμο, σωφρονίζω, τιμωρώ για… … Dictionary of Greek
επανορθώνω — (AM ἐπανορθῶ, όω) [ορθώνω] 1. ανορθώνω κάτι που έπεσε, στήνω όρθιο, ξαναστήνω, επανιδρύω («τὰ ἱερά ἐπανορθώσας», πάπ.) 2. επαναφέρω στην προηγούμενη καλή κατάσταση («τὴν μεγάλην δύναμιν τῆς πόλεως... ἐπανορθώσαντες», Θουκ.) 3. μτφ. διορθώνω… … Dictionary of Greek
επανορθώνω — επανόρθωσα, επανορθώθηκα, επανορθωμένος, μτβ. 1. ανορθώνω ξανά κάτι που έπεσε κάτω, στήνω πάλι όρθιο, ξαναστήνω. 2. μτφ., διορθώνω, κάτι το σφαλερό το αποκαθιστώ στο ορθό ή στο αληθινό: Επανορθώθηκαν οι ανακρίβειες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανορθώνω — (AM ἀνορθῶ όω) 1. ορθώνω πάλι, στήνω πάλι όρθιο, ανοικοδομώ, αναστηλώνω, ανακαινίζω 2. επαναφέρω κάτι στην προηγούμενη του κατάσταση, στην πρώτη ακμή, αποκαθιστώ αρχ. 1. κρατώ όρθιο, υποβαστάζω 2. διορθώνω, επανορθώνω … Dictionary of Greek
γιατρεύω — και ιατρεύω (AM ἰατρεύω) [ιατρός] 1. θεραπεύω 2. ανακουφίζω ή παρηγορώ κάποιον 3. διορθώνω, επανορθώνω … Dictionary of Greek
διευθύνω — (AM διευθύνω) [ευθύνω] 1. κάνω κάτι ευθύ σ όλο του το μήκος, ισιώνω 2. κυβερνώ, διοικώ, έχω υπεύθυνη θέση, διευθύνω, κατευθύνω σ ένα σημείο νεοελλ. 1. στέλνω γράμμα, δέμα κ.λπ. στη διεύθυνση κάποιου 2. γράφω πάνω στο γράμμα τη διεύθυνση τού… … Dictionary of Greek
μεθαρμόζω — (Α μεθαρμόζω και αττ. τ. μεθαρμόττω) μεταβάλλω, αναπροσαρμόζω, μετατρέπω, αλλάζω αρχ. 1. μεταβάλλω κάτι, ιδίως προς το καλύτερο, διορθώνω, επανορθώνω («παρελθὼν ἐς μέσους ὁ Μᾱρκος οὕτω τι μεθήρμοσε τοὺς Μεγαρέας», Φιλόστρ.) 2. μέσ. μεθαρμόζομαι… … Dictionary of Greek
μεταρρυθμίζω — (ΑΜ μεταρρυθμίζω) μεταβάλλω τον ρυθμό, τη μορφή, το σχήμα ή την τάξη, μετασχηματίζω, τροποποιώ, αναπλάθω, αναδιοργανώνω, αναμορφώνω (α. «οἱ παραλαβόντες διδαχῇ παρὰ Φοινίκων τὰ γράμματα, μεταρρυθμίσαντες σφέων ὀλίγα», Ηρόδ. β. «μεταρρυθμίζω την… … Dictionary of Greek
ρεκτιφιέ — το, Ν άκλ. 1. διόρθωση, αποκατάσταση 2. (ειδικά σχετικά για αυτοκίνητο) η αποκατάσταση φθαρμένου κυλίνδρου με λείανση τών τοιχωμάτων του. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. rectifier «διορθώνω, επανορθώνω» < μεσ. λατ. rectifico (< λατ. rectus «ορθός»)] … Dictionary of Greek
ακέομαι — ἀκέομαι (Α) 1. θεραπεύω, περιποιούμαι «ἕλκος ἄκεσσαι» (Όμ. Π 523) 2. καταπαύω, σταματώ «πίον τ ἀκέοντό τε δίψαν» (Όμ. Χ 2) 3. επιδιορθώνω, επισκευάζω «νῆας ἀκειόμενος» (Όμ. ξ 383) 4. επανορθώνω «ἀκέομαι ἀδίκημα» (Πλάτ. Πολιτ. 364c) 5. βρίσκω λύση … Dictionary of Greek
επιδιορθώνω — (AM ἐπιδιορθῶ, όω) διορθώνω, επισκευάζω κάτι που έχει υποστεί φθορά αρχ. μσν. 1. συμπληρώνω κάτι, ολοκληρώνω κάτι ημιτελές 2. μέσ. ἐπιδιορθοῡμαι επανορθώνω αρχ. διορθώνω κατόπιν … Dictionary of Greek