Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

διορθώνω επανορθώνω

  • 1 исправить

    исправить, исправлять 1) διορθώνω επανορθώνω 2) (чи нить) επισκευάζω, επιδιορ θώνω
    * * *
    = исправлять
    1) διορθώνω; επανορθώνω
    2) ( чинить) επισκευάζω, επιδιορθώνω

    Русско-греческий словарь > исправить

  • 2 поправить

    поправить διορθώνω, επανορθώνω (исправить) τροποποιώ (изменить) \поправиться 1) (выздороветь) γίνομαι καλά, αναρρώνω 2) (пополнеть) χοντραίνω, παχαίνω
    * * *
    διορθώνω, επανορθώνω ( исправить); τροποποιώ ( изменить)

    Русско-греческий словарь > поправить

  • 3 загладить

    -ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заглаженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. ισιώνω, ισιάζω, ομαλύνω• λειαίνω•

    загладить волосы ισιάζω τα μαλλιά•

    загладить складки ισιώνω τις πιέτες•

    загладить моршины ομαλύνω τις ρυτίδες.

    2. μτφ. διορθώνω, επανορθώνω, αποκαθιστώ•

    загладить ощибку διορθώνω το λάθος•

    загладить несправедливость επανορθώνω την αδικία.

    1. ισιώνω, ισιάζω, ομαλύνομαι• λειαίνομαι.
    2. διορθώνομαι, επανορθώνομαι• μετριάζομαι, καλμάρω.

    Большой русско-греческий словарь > загладить

  • 4 исправлять

    исправ||лять
    несов
    1. (чинить) (έπι)διορθώνω, ἐπισκευάζω·
    2. (делать лучше) διορθώνω, ἐπανορθώνω.

    Русско-новогреческий словарь > исправлять

  • 5 наладить

    -лажу, -ладишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. налаженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. διορθώνω, επανορθώνω, επισκευάζω. || ρυθμίζω, ρεγουλάρω, κανονίζω, τακτοποιώ στρώνω, κάνω να λειτουργεί κανονικά•

    наладить работу ρεγουλάρω τη δουλειά•

    наладить дел τακ)τιοποιώ τις υποθέσεις.

    2. διευθετώ, διακανονίζω, εξομαλύνω.
    3. (μουσ.) κουρδίζω, εναρμονίζω.
    4. διαθέτω εαυτόν ψυχικά.
    5. παλ. κατευθύνω, στρέφω.
    6. επαναλαβαίνω (κοπανώ) τα ίδια και τα ίδια.
    1. ταχτοποιούμαι, κανονίζομαι, ρυθμίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. είμαι διατεθημένος, σκοπεύω, έχω κατά νουν.
    3. συνηθίζω, αποκτώ συνήθεια,μαθαίνω•

    -лась лиса в курятник ходить συνήθισε η αλεπού να πηγαίνει στο κοτέτσι.

    Большой русско-греческий словарь > наладить

  • 6 уладить

    улажу, уладишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. улаженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. τακτοποιώ, διευθετώ• διακανονίζω, ρυθμίζω• εξομαλύνω•

    уладить дело τακτοποιώ την υπόθεση•

    вопрос διευθετώ το ζήτημα.

    || συμφιλιώνω, συνδιαλλάσσω•

    уладить упрямцев συμφιλιώνω τους πεισματάρηδες.

    2. ευθετίζω, συγυρίζω. || διορθώνω, επανορθώνω• ξαναφτιάχνω.
    τακτοποιούμαι, διευθετούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. всё -лось όλα τακτοποιήθηκαν.

    Большой русско-греческий словарь > уладить

См. также в других словарях:

  • διορθώνω — (AM διορθῶ, όω Μ και διορθώνω) [ορθώ] 1. στήνω κάτι όρθιο, επαναφέρω στη σωστή θέση 2. τακτοποιώ, διευθετώ, επανορθώνω 3. (για γραπτό κείμενο ιδίως) εξαλείφω σφάλματα και ελλείψεις 4. (για πρόσ.) επαναφέρω στον ίσιο δρόμο, σωφρονίζω, τιμωρώ για… …   Dictionary of Greek

  • επανορθώνω — (AM ἐπανορθῶ, όω) [ορθώνω] 1. ανορθώνω κάτι που έπεσε, στήνω όρθιο, ξαναστήνω, επανιδρύω («τὰ ἱερά ἐπανορθώσας», πάπ.) 2. επαναφέρω στην προηγούμενη καλή κατάσταση («τὴν μεγάλην δύναμιν τῆς πόλεως... ἐπανορθώσαντες», Θουκ.) 3. μτφ. διορθώνω… …   Dictionary of Greek

  • επανορθώνω — επανόρθωσα, επανορθώθηκα, επανορθωμένος, μτβ. 1. ανορθώνω ξανά κάτι που έπεσε κάτω, στήνω πάλι όρθιο, ξαναστήνω. 2. μτφ., διορθώνω, κάτι το σφαλερό το αποκαθιστώ στο ορθό ή στο αληθινό: Επανορθώθηκαν οι ανακρίβειες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανορθώνω — (AM ἀνορθῶ όω) 1. ορθώνω πάλι, στήνω πάλι όρθιο, ανοικοδομώ, αναστηλώνω, ανακαινίζω 2. επαναφέρω κάτι στην προηγούμενη του κατάσταση, στην πρώτη ακμή, αποκαθιστώ αρχ. 1. κρατώ όρθιο, υποβαστάζω 2. διορθώνω, επανορθώνω …   Dictionary of Greek

  • γιατρεύω — και ιατρεύω (AM ἰατρεύω) [ιατρός] 1. θεραπεύω 2. ανακουφίζω ή παρηγορώ κάποιον 3. διορθώνω, επανορθώνω …   Dictionary of Greek

  • διευθύνω — (AM διευθύνω) [ευθύνω] 1. κάνω κάτι ευθύ σ όλο του το μήκος, ισιώνω 2. κυβερνώ, διοικώ, έχω υπεύθυνη θέση, διευθύνω, κατευθύνω σ ένα σημείο νεοελλ. 1. στέλνω γράμμα, δέμα κ.λπ. στη διεύθυνση κάποιου 2. γράφω πάνω στο γράμμα τη διεύθυνση τού… …   Dictionary of Greek

  • μεθαρμόζω — (Α μεθαρμόζω και αττ. τ. μεθαρμόττω) μεταβάλλω, αναπροσαρμόζω, μετατρέπω, αλλάζω αρχ. 1. μεταβάλλω κάτι, ιδίως προς το καλύτερο, διορθώνω, επανορθώνω («παρελθὼν ἐς μέσους ὁ Μᾱρκος οὕτω τι μεθήρμοσε τοὺς Μεγαρέας», Φιλόστρ.) 2. μέσ. μεθαρμόζομαι… …   Dictionary of Greek

  • μεταρρυθμίζω — (ΑΜ μεταρρυθμίζω) μεταβάλλω τον ρυθμό, τη μορφή, το σχήμα ή την τάξη, μετασχηματίζω, τροποποιώ, αναπλάθω, αναδιοργανώνω, αναμορφώνω (α. «οἱ παραλαβόντες διδαχῇ παρὰ Φοινίκων τὰ γράμματα, μεταρρυθμίσαντες σφέων ὀλίγα», Ηρόδ. β. «μεταρρυθμίζω την… …   Dictionary of Greek

  • ρεκτιφιέ — το, Ν άκλ. 1. διόρθωση, αποκατάσταση 2. (ειδικά σχετικά για αυτοκίνητο) η αποκατάσταση φθαρμένου κυλίνδρου με λείανση τών τοιχωμάτων του. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. rectifier «διορθώνω, επανορθώνω» < μεσ. λατ. rectifico (< λατ. rectus «ορθός»)] …   Dictionary of Greek

  • ακέομαι — ἀκέομαι (Α) 1. θεραπεύω, περιποιούμαι «ἕλκος ἄκεσσαι» (Όμ. Π 523) 2. καταπαύω, σταματώ «πίον τ ἀκέοντό τε δίψαν» (Όμ. Χ 2) 3. επιδιορθώνω, επισκευάζω «νῆας ἀκειόμενος» (Όμ. ξ 383) 4. επανορθώνω «ἀκέομαι ἀδίκημα» (Πλάτ. Πολιτ. 364c) 5. βρίσκω λύση …   Dictionary of Greek

  • επιδιορθώνω — (AM ἐπιδιορθῶ, όω) διορθώνω, επισκευάζω κάτι που έχει υποστεί φθορά αρχ. μσν. 1. συμπληρώνω κάτι, ολοκληρώνω κάτι ημιτελές 2. μέσ. ἐπιδιορθοῡμαι επανορθώνω αρχ. διορθώνω κατόπιν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»